κομπιάζω

κομπιάζω
κόμπιασα, κομπιάστηκα, κομπιασμένος
1. βγάζω κόμπους, μπουμπουκιάζω: Άρχισε να κομπιάζει το κλήμα.
2. αισθάνομαι δυσκολία στην κατάποση, με πιάνει κόμπος: Φέρε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα.
3. δυσκολεύομαι στην ομιλία.
4. διστάζω, δεν τολμώ να μιλήσω ή να πράξω κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομπιάζω — κομπιάζω, κόμπιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κομπιάζω — 1. (για δένδρα) βγάζω κόμπους, μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω 2. προσκρούω σε ρόζο σανίδας («κόμπιασε το πριόνι») 3. (σχετικά με φαγητό) έχω δυσκολία στην κατάποση («δώσε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα») 4. (ειρωνικά για τροφή που δεν αρέσει) στέκομαι …   Dictionary of Greek

  • κόμπιασμα — το [κομπιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κομπιάζω, η δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής …   Dictionary of Greek

  • ακόμπιαστος — η, ο [κομπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους 2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση 3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία 4. επίρρ. ακόμπιαστα χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία …   Dictionary of Greek

  • καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ντηριέμαι — και ντηρούμαι (διαλ.) 1. κομπιάζω κατά την ομιλία 2. διστάζω, δειλιάζω, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντηροῦμαι «δειλιάζω, διστάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. Ο τ. ἐντηροῦμαι < ἐν + τηροῦμαι «παρατηρώ, φροντίζω, φυλάσσω». Η σημ. «φοβάμαι»… …   Dictionary of Greek

  • τραυλίζω — ΝΜΑ, και τρευλίζω Α [τραυλός] 1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά τού φθόγγου ρω 2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω νεοελλ. είμαι βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… …   Dictionary of Greek

  • κόμπιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κομπιάζω, δυσκολία στην ομιλία ή στην κατάποση τροφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”